αἱμαρρόεις
αἱμάρ<ρ>οϊα
αἱμαρ<ρ>οϊκός
αἱμάς
αἱμᾰσιά
αἱμᾰσιολογέω
αἱμασιώδης
αἱμάσσω
αἱμᾰτάω
αἱματεκχυσία
αἱματέκχυτος
αἱματεύω
αἱμάτη
αἱμᾰτηρός
αἱμᾰτηφόρος
αἱματία
αἱμᾰτίζω
αἱματικός
αἱμάτινος
αἱμάτιον
αἱματίτης
αἱματῖτις
αἱματοδεκτικός
αἱματοδόχος
αἱματοειδής
αἱμᾰτόεις
αἱμᾰτολοιχός
αἱματολουσία
αἱματομαντεία
αἱματοποιέω
αἱματοποιητικός
αἱματοποιός
αἱματοποσία
αἱματοπωτέω
αἱμᾰτοπώτης
αἱμᾰτοπῶτις
αἱματόρραντος
αἱμᾰτορρόφος
αἱμᾰτόρρῠτος
αἱμᾰτοσπόδητος
αἱμᾰτοστᾰγής
αἱμᾰτοσφᾰγής
αἱμᾰτουργός
αἱματοφλεβοστάσιες
αἱμᾰτόφυρτος
αἱματοχαρής
αἱμᾰτοχάρμης
αἱματοχύσημα
αἱματοχυσία
αἱματοχύτης
αἱμᾰτόω
αἱματώδης
αἱμᾰτωπός
αἱμάτωσις
αἱμᾰτώψ
†ἁιμαχέναι·
αἱμαχάτης
αἱμάω
αἱμέθειρος
†αἱμεῖον†
*ΑἱμήϜας
αἱμηπότης
αἱμηρός
*αἶμι
αἱμίθεος
αἱμιλεύς
Αἰμιλία
Αἰμιλιάνα
Αἰμιλιανός
Αἰμίλιος
Αἰμίνιον